Εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση 37 μελών - Εξιχνιάστηκαν 656 υποθέσεις απάτης με λεία 2.955.804 ευρώ (video+photos)
Διαφήμιση - Advertisement
Διαφήμιση - Advertisement
Εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση 37 μελών, με επαγγελματική υποδομή και επιχειρησιακά και τηλεφωνικά κέντρα σε διάφορες περιοχές της επικράτειας, η οποία αποσπούσε χρήματα από πολίτες που εξαπατούσε με διάφορα τεχνάσματα, είτε πείθοντας τους να καταβάλλουν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς, είτε αποκτώντας τον έλεγχο των ηλεκτρονικών τραπεζικών τους δεδομένων.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., εξιχνιάστηκαν 656 υποθέσεις απάτης με το οικονομικό όφελος που αποκόμισε η οργάνωση να ανέρχεται στα 2.955.804 ευρώ.
Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ.:
«Εξαρθρώθηκε από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών της Διεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Αττικής, εγκληματική οργάνωση που απαρτίζεται από -37- μέλη και σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος τους –κατά περίπτωση- για διεύθυνση και συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση απάτες και απάτες με υπολογιστή, μέσω της παράνομης πρόσβασης σε ηλεκτρονικά τραπεζικά δεδομένα, παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής, πλαστογραφία και πλαστογραφία πιστοποιητικού, αντιποίηση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, παράβαση της νομοθεσίας για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, περί εξαρτησιογόνων ουσιών και περί όπλων.
Μεταξύ των μελών της οργάνωσης είναι και τα δύο ηγετικά που όριζαν την ταυτότητα της οργάνωσης και καθόριζαν τη μεθοδολογία, έχοντας τον πλήρη έλεγχο της δράσης των υπόλοιπων μελών.
Η οργάνωση, η υποδομή, η προεργασία, ο συντονισμός, ο σχεδιασμός, η μεθοδικότητα των ενεργειών τους, η εν γένει συμπεριφορά των μελών και οι αυστηρά καθορισμένοι και διακριτοί ρόλοι τους, είναι αντιπροσωπευτικά του επαγγελματισμού της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης, αφού χρησιμοποιούσαν τεχνικές και μεθόδους που εφαρμόζονται από πολύ καλά οργανωμένες εγκληματικές ομάδες.
Η μεθοδολογία της οργάνωσης στηρίζονταν σε διαφορετικούς τρόπους δράσης κάθε φορά και με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας, κατόρθωναν την εξαπάτηση πολιτών. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιούσαν κυρίως τα ακόλουθα τεχνάσματα:
Μεθοδολογία 1η
Αφορούσε την ανάρτηση σε διαδικτυακές πλατφόρμες εικονικές αγγελίες, που αφορούσαν την πώληση αυτοκινήτων και αγροτικών μηχανημάτων, σε πολύ χαμηλή και δελεάζουσα τιμή, για να προσελκύσουν έτσι το ενδιαφέρον πληθώρας υποψηφίων αγοραστών, ζητώντας προκαταβολή από τους ενδιαφερόμενους αγοραστές προκειμένου να έρθουν σε συμφωνία.
Μεθοδολογία 2η
Αφορούσε τηλεφωνικές κλήσεις από τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενοι υπαλλήλους δημοσίων φορέων προς πολίτες με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων. Με το πρόσχημα να παραλάβουν το χρηματικό ποσό άμεσα, τα υποψήφια θύματα καθοδηγούνταν από τα μέλη της οργάνωσης σε ενέργειες για την απόσπαση των χρηματικών τους ποσών.
Μεθοδολογία 3η
Αφορούσε τηλεφωνικές κλήσεις από τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενοι υπαλλήλους του συνεργαζόμενου λογιστικού γραφείου των υποψήφιων θυμάτων, οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες ή εργαζόμενοι περίπτερων και μίνι-μάρκετ και με πρόφαση ότι πρέπει να αναβαθμίσουν το σύστημα της ταμειακής μηχανής, έπειθαν τους τελευταίους να εκδίδουν προπληρωμένες κάρτες και να ανακοινώνουν στα μέλη της οργάνωσης τον κωδικό τους.
Όταν κάποιο χρηματικό ποσό κατατίθενται από παθόντα, απορροφάται από τον αρχικό λογαριασμό μέλους της οργάνωσης άμεσα, είτε με μεταφορά σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό μέσω e-banking και την άμεση ανάληψη του ποσού, είτε ομοίως σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό μέσω e-banking και εν συνεχεία τα προερχόμενα από την εγκληματική τους δραστηριότητα έσοδα μεταφέρονται άμεσα σε έτερους τραπεζικούς λογαριασμούς. Επίσης, αρκετές φορές πραγματοποιούσαν άμεσες αγορές μέσω των τραπεζικών λογαριασμών στο διαδίκτυο, «εξαργυρώνοντας» τα χρήματα σε προϊόντα αξίας για πιθανή μεταπώληση.
Η ανεύρεση και εν συνεχεία η στρατολόγηση των δικαιούχων τραπεζικών λογαριασμών γινόταν τόσο από ανώτερα όσο και από κατώτερα σε ιεραρχία μέλη της οργάνωσης, τα οποία αναζητούσαν άτομα που είχαν οικονομική ανάγκη (χρήστες ναρκωτικών ουσιών, άτομα εθισμένα στο τζόγο, επαίτες κ.α.), οι οποίοι παραχωρούσαν τα τραπεζικά στοιχεία τους (money mules), αφού στηρίζονται στις χρηματικές τραπεζικές μεταφορές μέσω των λογαριασμών αυτών, οι οποίες καταγράφονται και είναι ανιχνεύσιμες κατόπιν άρσης του τραπεζικού απορρήτου. Τα άτομα αυτά λαμβάνοντας από -300- εως -500- ευρώ από την οργάνωση, παρέδιδαν τραπεζικά δεδομένα, κάρτες και την ταυτοποιημένη στην τράπεζά τους τηλεφωνική σύνδεση – συσκευή κινητής τηλεφωνίας στην οποία ελάμβαναν τους κωδικούς μιας χρήσης (OTPs) στα μέλη της οργάνωσης.
Ακολούθως, τους καθοδηγούσαν να δηλώσουν ψευδώς ότι εκλάπησαν, αφού ολοκληρώνονταν η απάτη και η ανάληψη χρημάτων.
Η οργάνωση δρούσε σαν μια καλά οργανωμένη επιχείρηση με τεράστια κέρδη μέρος των οποίων νομιμοποιούνταν με παντός τύπου αγορές, όπως οχήματα μεγάλης ιπποδύναμης, ανέγερση κατοικιών, πολλαπλές αγορές κ.α. και με σταθερή επιδίωξη την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους, ενώ παράλληλα η αυτοτέλεια της οργάνωσης δεν επηρεάζονταν από την φυσική υπόσταση των μελών της.
Αν και ο παραπάνω τρόπος δράσης ήταν σχεδιασμένος για να μην αφήνει ίχνη, η διαρκής δράση της οργάνωσης ήταν επικεντρωμένη στην άμεση απορρόφηση των χρημάτων, προκειμένου να μη τα απωλέσουν σε περίπτωση μπλοκαρίσματος του αρχικού λογαριασμού από την τράπεζα.
Από το σύνολο της προανάκρισης διακριβώθηκε η διαρκής δράση της οργάνωσης από αρχές Οκτωβρίου του έτους 2022 χωρίς εδαφικό περιορισμό ανά την ελληνική επικράτεια. Η οργάνωση είχε ως «κέντρα» της την περιοχή οικισμών του Ζευγολατιού και των Εξαμιλίων Κορινθίας αλλά και το Άργος Αργολίδος, όπου είχαν στήσει τα αρχηγεία – τηλεφωνικά κέντρα τους.
Κομβικό ρόλο στην λειτουργία της οργάνωσης, συνιστούσαν τα επιχειρησιακά κέντρα που αποτελούνταν από τα στρατολογημένα μέλη που ήταν επιφορτισμένα με την ανάληψη μετρητών από τα αυτόματα μηχανήματα συναλλαγών (ΑΤΜ), λαμβάνοντας μέτρα προστασίας (μάσκες, κουκούλες).
Η Σαλαμίνα αποτέλεσε επιχειρησιακό κέντρο του Ζευγολατιού και των Εξαμιλίων Κορινθίας, ένεκα της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας αλλά και μεγάλης στρατολόγησης μελών που πέτυχε η οργάνωση.
Αντίστοιχα, η Αμαλιάδα και η Γαστούνη Ηλείας αποτέλεσε επιχειρησιακό κέντρο του Άργους για τους ίδιους λόγους.
Μέρος των χρημάτων που λαμβάνονταν από τα ΑΤΜ, χρησιμοποιούνταν για την αμοιβή των στρατολογημένων προσώπων, ενώ ο κύριος όγκος των χρημάτων κατέληγε, είτε με αυτοπρόσωπη παράδοση, είτε μέσω εταιριών μεταφοράς χρημάτων, στους διευθύνοντες της οργάνωσης.
Προς εξυπηρέτηση και επίτευξη των εγκληματικών επιδιώξεων τους είχαν εφοδιασθεί με πλήθος, τηλεφωνικών συνδέσεων «ghost phones» και τηλεφωνικών συσκευών, οι οποίες αντιστοιχούσαν πολλές φορές σε τηλεφωνικές συνδέσεις με αριθμούς κλήσης διαδοχικής σειράς και ήταν ονομαστικοποιημένες ως επί το πλείστον σε τρίτα πρόσωπα και συγκεκριμένα αλλοδαπούς.
Επιπλέον, κάποια μέλη της διακινούσαν ναρκωτικές ουσίες, δραστηριότητα ωφέλιμη για την ευρύτερη δράση της οργάνωσης, καθώς είχαν επαφές με χρήστες από τους οποίους σε πολλές περιπτώσεις στρατολογούσαν τα τραπεζικά στοιχεία τους.
Στο πλαίσιο της ευρείας κλίμακας επιχείρησης που έλαβε χώρα πρωινές ώρες της 26-11-2024, και οδήγησε στη σύλληψη -25- μελών, κατασχέθηκαν μεταξύ άλλων πλήθος τραπεζικών καρτών, τραπεζικών βιβλιαρίων, ηλεκτρονικών συσκευών και τηλεφωνικών συνδέσεων, οπλισμός, πιστόλι φωτοβολίδων, tazer, πλήθος οχημάτων, χρηματικό ποσό και ποσότητες ναρκωτικών ουσιών.
Τα συλληφθέντα μέλη οδηγήθηκαν στον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών».