Αιμιλία Γερουλάνου: Το Σάββατο η κηδεία της - Το «αντίο» του Μουσείου Μπενάκη (photo)
Διαφήμιση - Advertisement
Διαφήμιση - Advertisement
Ο Παύλος Γερουλάνος εξέδωσε ανακοίνωση, μέσω των social media, για την κηδεία της μητέρας του, Αιμιλίας.
Η αρχαιολόγος, βυζαντινολόγος και τέως Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη Αιμιλία Γερουλάνου πέθανε σε ηλικία 90 ετών... Ήταν παντρεμένη με τον Μαρίνο Γερουλάνο, με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Ο γιος της Παύλος Γερουλάνος ενημέρωσε για το πού και πότε θα γίνει η κηδεία της μητέρας του. Ο γνωστός πολιτικός έγραψε στο Facebook:
«Ένα μεγάλο ευχαριστώ, σε κάθε φίλη και φίλο της οικογένειάς μας, αλλά και της οικογένειας του Μουσείου Μπενάκη και τού Σώματος Ελληνικού Οδηγισμού για την αμέριστη συμπαράστασή σας.
Θα αποχαιρετήσουμε την Αιμιλία μας, το Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024, στις 12:00, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών (Άγιοι Θεόδωροι).
Παρακαλούμε, όποιος επιθυμεί, αντί στεφάνων, να ενισχύσει το έργο του Μουσείου Μπενάκη που αγαπούσε πολύ».
Η ανακοίνωση του Μουσείου Μπενάκη:
«Με βαθιά θλίψη και αγάπη, η Διοικητική Επιτροπή και το προσωπικό του Μουσείου Μπενάκη αποχαιρετούν την Αιμιλία Γερουλάνου. Η παρουσία της στο Μουσείο υπήρξε καθοριστική για όλους.
Κόρη του Παύλου και της Ειρήνης Καλλιγά και εγγονή του ιδρυτή του Μουσείου, Αντώνη Μπενάκη, αρχαιολόγος η ίδια, αποτέλεσε πάντα μια δυναμική και πρωτοποριακή προσωπικότητα σε όλη της τη ζωή. Συνεργάστηκε αρχικά με τον Μανόλη Χατζηδάκη στη μεγάλη Βυζαντινή έκθεση στο Ζάππειο το 1964 και αργότερα, όταν η χούντα των συνταγματαρχών την απέλυσε από το Βυζαντινό Μουσείο, ξεκίνησε να εργάζεται εθελοντικά στο Μουσείο Μπενάκη. Ήταν πάντα ανοικτή στους ανθρώπους και στις ιδέες τους, πάντα ευαίσθητη και πρόθυμη για κοινωνική προσφορά.
Είχε την διορατικότητα να ξεκινήσει τη δημιουργία του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου, πρώτου στην Ελλάδα, αρχικά ως μια συλλογή φωτογραφιών από μνημεία και αντικείμενα βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης και αργότερα ως ένα οργανωμένο αρχείο με διευρυμένη θεματική που κάλυπτε την ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας.
Το 1979 πρωτοστάτησε στη συγκρότηση ενός ακόμα τμήματος του Μουσείου, των Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, του πρώτου τμήματος εκπαίδευσης σε ελληνικό μουσείο.
Και τα δύο αυτά πρωτοποριακά βήματα συντέλεσαν στη διαμόρφωση του πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα του Μουσείου Μπενάκη.
Καρπός της προσωπικής ενασχόλησής της με το χρυσό κόσμημα ήταν το βιβλίο της «Διάτρητα» (1999).
Η προσφορά της στο Ίδρυμα συνεχίστηκε από τις θέσεις του μέλους της Διοικητικής Επιτροπής (2000–2005) και της Προέδρου (2005–2018), κατά τη διάρκεια μίας από τις δυσκολότερες συγκυρίες για τους πολιτιστικούς θεσμούς. Η αστείρευτη αισιοδοξία, η ειλικρίνεια, το χιούμορ και πάνω απ' όλα η ακλόνητη πίστη της στους ανθρώπους και στο Μουσείο, αποτέλεσαν την ανεκτίμητη συνεκτική ύλη της δημιουργικής οικογένειας του Μουσείου Μπενάκη. Η ενεργός και μακροχρόνια δράση της όχι μόνο στο Μουσείο Μπενάκη αλλά και στο Σώμα Ελληνικού Οδηγισμού και τον Δήμο Αθηναίων άφησαν βαθύ και θετικό αποτύπωμα στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της Ελλάδας, αποτύπωμα που όλοι όσοι την γνώρισαν και εργάστηκαν μαζί της αναμετρούν με σεβασμό και αγάπη. Η ζεστή αγκαλιά της θα μας λείψει πολύ».