Διευκρινίσεις για την Επιστρεπτέα Προκαταβολή 7
Διαφήμιση - Advertisement
Διαφήμιση - Advertisement
Αναλυτικά η τοποθέτηση του Γ.Γ. Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών κ. Θάνου Πετραλιά, για την Επιστρεπτέα Προκαταβολή 7, στα πλαίσια των μέτρων στήριξης που εξειδίκευσε ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας:
«Μέσα από το μέτρο της Επιστρεπτέας Προκαταβολής και μέχρι τον 6ο κύκλο της, οι πληρωμές του οποίου πραγματοποιούνται αυτές τις ημέρες, έχουν διατεθεί περί τα 7,3 δισ. ευρώ, στηρίζοντας περισσότερες από 550.000 επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες.
Σήμερα θα ανακοινώσουμε τις λεπτομέρειες του 7ου κύκλου της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, ύψους 1 δισ. ευρώ. Έτσι, το μέτρο αυτό, που αποδείχτηκε αιμοδότης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, ξεπερνά τα 8,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου τα μισά, πλέον, αποτελούν μη επιστρεπτέα επιχορήγηση.
Βασικά χαρακτηριστικά της Επιστρεπτέας Προκαταβολής 7:
• Η Επιστρεπτέα Προκαταβολή 7 θα δοθεί τον μήνα Απρίλιο, με βάση την πτώση τζίρου την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2021. Θα συνυπολογιστεί, επομένως, και πάλι ο Ιανουάριος, με βάση τον οποίον δόθηκε η Επιστρεπτέα 6, αντισταθμίζοντας στον μαθηματικό τύπο το αντίστοιχο ποσό για όσους έλαβαν ενίσχυση για τον Ιανουάριο. Στόχος είναι να καλυφθούν συνολικά για το τρίμηνο και όσοι δεν κατάφεραν να μπουν στην Επιστρεπτέα 6, επειδή ενδεχομένως δεν παρουσίαζαν επαρκή μείωση εσόδων τον συγκεκριμένο μήνα, καθώς θυμίζουμε ότι το λιανεμπόριο ήταν για μέρος του Ιανουαρίου ανοικτό.
• Το 50% της ενίσχυσης δεν επιστρέφεται, υπό τον όρο διατήρησης του αριθμού των εργαζομένων έως το τέλος Αυγούστου 2021, ενώ το υπόλοιπο 50% θα επιστραφεί σε 60 δόσεις από το 2022.
• Δικαίωμα συμμετοχής έχουν όλες οι επιχειρήσεις, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
- Παρουσιάζουν μείωση τζίρου 20% την περίοδο Ιανουάριος-Μάρτιος 2021, σε σχέση με την περίοδο αναφοράς. Η περίοδος αναφοράς θα είναι το πρώτο τρίμηνο του 2020 με την κατάλληλη προσαρμογή, ώστε να ληφθεί υπόψη ότι μέρος του μηνός Μαρτίου 2020 υπήρχαν περιοριστικά μέτρα.
- Έχουν ελάχιστο τζίρο αναφοράς 600 ευρώ (που αντιστοιχεί σε 3 μήνες).
- Οι επιχειρήσεις που έχουν κάνει έναρξη πριν την 1η Ιανουαρίου 2018 και δεν άνοιξαν υποκατάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2019 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, θα πρέπει να μην έχουν αύξηση τζίρου το 2020 σε σχέση με το 2019. Ο συγκεκριμένος όρος, που εισήχθη για πρώτη φορά στην Επιστρεπτέα 6, είναι απαραίτητος, ώστε να διανεμηθούν οι πεπερασμένοι πόροι δίκαια και στοχευμένα σε όσους πλήττονται περισσότερο και για μεγαλύτερη διάρκεια. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος δεν θα ισχύσει για τις επιχειρήσεις στις οποίες έχουν υποβληθεί περιοριστικά μέτρα και πλήττονται άμεσα, βάσει ΚΑΔ (σε αυτές συμπεριλαμβάνεται το λιανεμπόριο, η εστίαση, ο τουρισμός, ο αθλητισμός, ο πολιτισμός, οι μεταφορές, τα γυμναστήρια, τα κομμωτήρια, τα καταστήματα ΟΠΑΠ, οι σχολές οδηγών και λοιποί κλάδοι για τους οποίους ισχύουν περιοριστικά μέτρα σήμερα).
- Το μέτρο της Επιστρεπτέες διευρύνεται, ώστε να συμπεριληφθούν οι νέες επιχειρήσεις στους άμεσα πληττόμενους κλάδους που έκαναν έναρξη εργασιών από τον Δεκέμβριο 2019 έως και τον Ιανουάριο 2021 και οι οποίες έχουν αποκλειστεί σε κάποιον από τους δύο προηγούμενους κύκλους της Επιστρεπτέας. Αυτές οι επιχειρήσεις θα είναι επιλέξιμες, ανεξαρτήτως τζίρου.
• Το ύψος της ενίσχυσης για τις ατομικές επιχειρήσεις χωρίς εργαζόμενους και χωρίς ταμειακή που πληρούν τα κριτήρια θα είναι ίσο με 1.000 ευρώ.
• Το ύψος ενίσχυσης για τα νομικά πρόσωπα και τις λοιπές ατομικές επιχειρήσεις, θα είναι κατ’ ελάχιστο 1.000 ευρώ και μπορεί να φτάσει έως τις 100.000 ευρώ, ανάλογα με το ποσό που προκύπτει από τον μαθηματικό τύπο.
• Θα υπάρχουν αυξημένα κατώτατα όρια για επιχειρήσεις στις οποίες έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα και πλήττονται άμεσα (οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένου του λιανεμπορίου), 1.000 ευρώ χωρίς εργαζομένους, 2.000 ευρώ με έως 5 εργαζόμενους, 4.000 ευρώ με έως 20 εργαζόμενους και 8.000 ευρώ για άνω των 20 εργαζομένων.
Οι ωφελούμενοι αναμένεται να ξεπεράσουν τις 300.000 επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 600.000 εργαζομένους.»