Καταρρέει η ιστορική Sears (video)
Διαφήμιση - Advertisement
Διαφήμιση - Advertisement
Η Sears, η κάποτε κυρίαρχη στην αμερικανική αγορά, κατέθεσε σήμερα αίτημα προστασίας από τους πιστωτές της, καθώς αδυνατεί να καλύψει δάνεια ύψους 134 εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με το σάιτ του BBC, που επισημαίνει ότι η εταιρεία έχει υποστεί ζημιά, μαζί με πολλούς άλλους παραδοσιακούς λιανοπωλητές, μετά την αύξηση του διαδικτυακού ανταγωνισμού από επιχειρήσεις όπως το Amazon.
Αναγγέλλοντας το αίτημα για υπαγωγή στο άρθρο 11 του πτωχευτικού κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών, ανακοίνωσε ότι θα κλείσει 142 μη κερδοφόρα καταστήματα μέχρι το τέλος του έτους.
Πηγές της εφημερίδας Wall Street Journal αναφέρουν ότι οι πιστωτές συμφώνησαν να παράσχουν περί τα 500 εκ. δολάρια σε χρηματοδότηση, που θα της επιτρέψει να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναδιαρθρωθεί, αναζητώντας παράλληλα αγοραστές για τα περιουσιακά στοιχεία της.
Η εταιρεία διευκρίνισε πως σκοπεύει να συνεχίσει την πληρωμή των μισθών των υπαλλήλων της.
Ο Eddie Lampert, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, δήλωσε: «Τα τελευταία χρόνια είχαμε εργαστεί σκληρά. Ενώ έχουμε σημειώσει πρόοδο, το σχέδιο δεν έχει αποδώσει ακόμα τα επιθυμητά αποτελέσματα».
Η εταιρεία απασχολεί σχεδόν 90.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ, αν και πριν από πέντε χρόνια ο αριθμός άγγιζε τις 246.000.
Στο τέλος του 2014 είχε 1.700 καταστήματα, τον περασμένο Αύγουστο ο αριθμό μειώθηκε στα 860 και πλέον διαχειρίζεται περίπου 700.
Όπως αναφέρει το BBC, η εταιρία ιδρύθηκε από τον Richard Warren Sears και τον Alvah Curtis Roebuck το 1886 και άνοιξε τις πρώτες θέσεις λιανικής πώλησης το 1925.
Η Sears, που κατέχει επίσης το Kmart καθώς και μια σειρά άλλων εμπορικών σημάτων, ήταν η μεγαλύτερη εταιρία λιανικής πώλησης της Αμερικής τη δεκαετία του '80, πριν την ξεπεράσει η Walmart. Παρά την πτώση της παραμένει μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες πολυκαταστημάτων της Αμερικής.
Τα έσοδά της ήταν 16,7 δισ. δολάρια το 2017, σχεδόν τα μισά από τα 31,2 δισ. δολάρια το 2014.
Ορισμένοι αναλυτές λένε ότι τα προβλήματα της Sears επιδεινώθηκαν από την έλλειψη επενδύσεων στα καταστήματα, τονίζει το δημοσίευμα του BBC.