Σαν σήμερα πέθαναν ο Κώστας Χατζηχρήστος και η Κατερίνα Γώγου (videos+photos)
Διαφήμιση - Advertisement
Διαφήμιση - Advertisement
Σαν σήμερα, στις 3 Οκτωβρίου 2001, φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών ο δημοφιλής κωμικός ηθοποιός και ο πιο αγαπητός «βλάχος» του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, ο Κώστας Χατζηχρήστος. Οκτώ χρόνια νωρίτερα, στις 3 Οκτωβρίου 1993, πεθαίνει σε ηλικία μόλις 53 ετών η Ελληνίδα ποιήτρια και ηθοποιός Κατερίνα Γώγου...
Κώστας Χατζηχρήστος
O Κώστας Χατζηχρήστος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1921. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και μετά τους τουρκικούς διωγμούς εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Καβάλα κι ύστερα στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά τη γέννηση του Κώστα, η πολύτεκνη οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Παγκρατίου.
Αρχικά, ο Κώστας Χατζηχρήστος ακολούθησε στρατιωτική καριέρα. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ανθυπασπιστών της Σύρας, αλλά πολύ γρήγορα τον κέρδισε το θέατρο. Τελειώνοντας τη Σχολή ξέσπασε ο πόλεμος και ακολούθησε η κατοχή, όπου πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή με το θίασο του Λουκή Μυλωνά, διάσημου μπουλουκτζή εκείνης της εποχής. Στα μέσα της δεκαετίας, μετά από ένα εφήμερο γάμο με κάποια Νίτσα, εγκαθίσταται στην Αθήνα και συμμετέχει σε θιάσους ποικιλιών (βαριετέ).
Ήδη, κάποιοι ξεχωρίζουν το κωμικό ταλέντο του. Το 1949 συνεργάζεται με το μουσικό θίασο της Κούλας Νικολαΐδου και το 1951 συμμετέχει στις επιθεωρήσεις του θεάτρου «Ακροπόλ», όπου πλάθει για πρώτη φορά τον «Θύμιο». Ενδιάμεσα, παντρεύεται τη Μαίρη Νικολαΐδου, αδελφή της Κούλας Νικολαΐδου, με την αποκτά το πρώτο του παιδί, την Τέτα (Φυσσούν).
Το 1952 συγκρότησε το δικό του θίασο, ενώ συνέπραξε ως συνθιασάρχης με εκλεκτούς πρωταγωνιστές της εποχής. Από το 1953 έως το 1955 συνεργάστηκε με τον Κούλη Στολίγκα και την Καίτη Ντιριντάουα, την οποία αργότερα παντρεύτηκε και απέκτησε μία κόρη, τη Μαριαλένα. Το ζευγάρι χώρισε το 1975.
Το 1959 ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι πλέον μεγάλη δύναμη στο χώρο του ελαφρού θεάτρου (κωμωδία, επιθεώρηση), τόσο ως ηθοποιός, όσο και ως θεατρικός παραγωγός. Ξοδεύει μεγάλα ποσά για άρτιες θεατρικές παραγωγές και συνεργάζεται με την αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου. Με ηθοποιούς, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Γιάννης Γκιωνάκης και θεατρικούς συγγραφείς, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Νίκος Τσιφόρος και ο Σωτήρης Πατατζής. Κάνει πολλές περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μεγάλη επιτυχία.
Το 1961 ανακαλύπτει μία αποθήκη ιδιοκτησίας του Πανάγιου Τάφου, τη νοικιάζει και τη μετατρέπει σε θέατρο («Θέατρο Χατζηχρήστου»), το οποίο θα χσει χρόνια αργότερα, λόγω χρεών. Μία από τις παραγωγές του, που άφησαν εποχή και τον κατέστρεψαν οικονομικά, ήταν το «Καζινό Ντε Παρί» (1963), ένα χολιγουντιανό κυριολεκτικά υπερθέαμα, με αυτοκίνητα πάνω στη σκηνή, αεροπλάνα, μπαλέτα. «Εκατόν δεκαοχτώ άτομα κάθε βράδυ να πληρώνονται. Τα ’χε βάλει η Ντιριντάουα κάτω με μολύβι και χαρτί και μου λέει: Κάθε βράδυ φουλ να είσαι, θα χάνεις και τριάντα οχτώ χιλιάρικα», έλεγε ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Μεγάλη και σημαντική υπήρξε και η κινηματογραφική του δραστηριότητα, με περισσότερες από 100 ταινίες στο ενεργητικό του. Ο ίδιος υπήρξε παραγωγός τριών ταινιών και σκηνοθέτησε άλλες οκτώ. Έκανε το ντεμπούτο του το 1952 στην κωμωδία των Ασημακόπουλου - Τσιφόρου «Ο Πύργος των Ιπποτών» και πολύ γρήγορα καθιερώθηκε ως ένας απ’ τους δημοφιλέστερους κωμικούς της μεγάλης οθόνης με το χαρακτήρα του «Θύμιου», ενός κουτοπόνηρου επαρχιώτη που φτάνει στην Αθήνα για να μπερδέψει τους πρωτευουσιάνους με τη χωριάτικη νοοτροπία του.
Ακολούθησαν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταφορά από το θέατρο: «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957), «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963) και «Της Κακομοίρας» (1963).
Ακολούθησαν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταφορά από το θέατρο: «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957), «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963) και «Της Κακομοίρας» (1963).
Από τη δεκαετία του ‘70, ο Κώστας Χατζηχρήστος αραίωσε τις εμφανίσεις του, λόγω και προσωπικών προβλημάτων. Μετά το θάνατο της τέταρτης γυναίκας του, στα 42 της χρόνια, καταρρέει και βρίσκει παρηγοριά του το ποτό, το οποίο τον περιθωριοποιεί για αρκετά χρόνια. Τελευταία του εμφάνιση εκείνη την περίοδο της απομόνωσής του ήταν στην επιθεώρηση «Ανδρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα».
Ο Κώστας Χατζηχρήστος πέθανε στην Αθήνα από λοίμωξη του αναπνευστικού στις 3 Οκτωβρίου 2001, σε ηλικία 80 ετών.
Ο Κώστας Χατζηχρήστος πέθανε στην Αθήνα από λοίμωξη του αναπνευστικού στις 3 Οκτωβρίου 2001, σε ηλικία 80 ετών.
Κατερίνα Γώγου
Η Κατερίνα Γώγου ήταν ηθοποιός, με αξιοπρόσεκτη διαδρομή στο «σανίδι» και τη μεγάλη οθόνη, ποιήτρια - η οποία αγαπήθηκε από τη νεολαία της μεταπολίτευσης και ιδιαίτερα από τη γενιά των Εξαρχείων, που τότε γεννιόταν - και σεναριογράφος.
Γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1940 στην Αθήνα και από τα έξι χρόνια της ξεκίνησε τη θεατρική της καριέρα ως παιδί - θαύμα. Το 1952 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Ο Άλλος», δίπλα στον Γιώργο Παππά. Σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και χορό στη σχολή της Κούλας Πράτσικα. Τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στο θέατρο τα έκανε με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου στο έργο των Ευαγγελίδη - Μαρή «Κύριος 5%».
Φήμη, όμως, απέκτησε στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ κατά τη δεκαετία του ‘60, παίζοντας δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες, συνήθως κωμωδίες, στις οποίες ήταν η «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή η σκανδαλιάρα υπηρέτρια. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι της στις ταινίες «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Νόμος 4.000» (1962), «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964), «Γάμος αλά ελληνικά» (1964), «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια» (1965).
Τον εμπορικό κινηματογράφο τον απαρνήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα οποία τη βρήκαν πολιτικά ενταγμένη σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο πρώτος της ρόλος σε ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου ήταν στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) του τότε συζύγου της Παύλου Τάσιου (1942-2011), με τον οποίο απέκτησε μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου (1967-2015). Ακολούθησε η σπαρακτική της εμφάνιση, ως αφηγήτριας, στην «Παραγγελιά» (1980) του ιδίου, στην οποία απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» και «Ιδιώνυμο», που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τη νεολαία της εποχής.
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Εκτός από τη μεγάλη πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, χάραξε σημαντική τροχιά και στη νεοελληνική ποίηση, κατορθώνοντας να περάσει στο συλλογικό επίπεδο τις αγωνίες της προσωπικής διαδρομής της στην τέχνη και τη ζωή. Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια».
H Κατερίνα Γώγου άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μέσα στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα και με τα ναρκωτικά. Πέρασαν, όμως, δύο ημέρες έως την αναγνώριση του πτώματός της, επειδή ένας φίλος της που τη συνόδευε στις Πρώτες Βοήθειες εξαφανίστηκε αμέσως μετά το θάνατό της.
Φήμη, όμως, απέκτησε στα κινηματογραφικά πλατό της Φίνος Φιλμ κατά τη δεκαετία του ‘60, παίζοντας δεύτερους ρόλους σε δεκάδες ταινίες, συνήθως κωμωδίες, στις οποίες ήταν η «θεότρελη» μικρή αδελφή, το «ατίθασο νιάτο» ή η σκανδαλιάρα υπηρέτρια. Χαρακτηριστικοί είναι οι ρόλοι της στις ταινίες «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Νόμος 4.000» (1962), «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964), «Γάμος αλά ελληνικά» (1964), «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965), «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια» (1965).
Τον εμπορικό κινηματογράφο τον απαρνήθηκε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, τα οποία τη βρήκαν πολιτικά ενταγμένη σε ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο πρώτος της ρόλος σε ταινία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου ήταν στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) του τότε συζύγου της Παύλου Τάσιου (1942-2011), με τον οποίο απέκτησε μία κόρη τη Μυρτώ Τάσιου (1967-2015). Ακολούθησε η σπαρακτική της εμφάνιση, ως αφηγήτριας, στην «Παραγγελιά» (1980) του ιδίου, στην οποία απήγγειλε ποιήματα από τις συλλογές της «Τρία κλικ αριστερά» και «Ιδιώνυμο», που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τη νεολαία της εποχής.
Το 1977 τιμήθηκε με βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στο «Βαρύ Πεπόνι» και το 1984 με βραβείο β’ γυναικείου ρόλου στην ταινία του Αντρέα Θωμόπουλου «Όστρια ή το τέλος του παιγνιδιού», όπου είχε συνυπογράψει το σενάριο.
Εκτός από τη μεγάλη πορεία της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, χάραξε σημαντική τροχιά και στη νεοελληνική ποίηση, κατορθώνοντας να περάσει στο συλλογικό επίπεδο τις αγωνίες της προσωπικής διαδρομής της στην τέχνη και τη ζωή. Η βαθιά πολιτική στάση της, η αναρχική της διάθεση, η περιθωριακή συνείδησή της και οι κοινωνικές ανησυχίες της διαπερνούν ολόκληρη την ποιητική της παραγωγή, που ξεκίνησε το 1978 και ολοκληρώθηκε το 2002, με τη μεταθανάτια έκδοση του «Με λένε Οδύσσεια».
H Κατερίνα Γώγου άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Οκτωβρίου 1993, μέσα στο ασθενοφόρο που τη μετέφερε στο «Ιπποκράτειο» της Αθήνας. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ αντιμετώπιζε πρόβλημα και με τα ναρκωτικά. Πέρασαν, όμως, δύο ημέρες έως την αναγνώριση του πτώματός της, επειδή ένας φίλος της που τη συνόδευε στις Πρώτες Βοήθειες εξαφανίστηκε αμέσως μετά το θάνατό της.
Απόσπασμα από την εμφάνισή της στην «Παραγγελιά» (1980).
Το ποίημα της "Εμένα οι φίλοι μου" είχε μελοποιηθεί από τους Magic de Spell.
Πληροφορίες από: Sansimera.gr